κατηφών

κατηφών
κατηφών, -όνος, ὁ (Α)
1. ο πρόξενος λύπης ή ντροπής, αυτός που προξενεί στενοχώρια («σπεύσατέ μοι, κακὰ τέκνα κατηφόνες», Ομ. Ιλ.)
2. στον πληθ. οἱ κατηφόντες
α) (κατὰ τον Ησύχ.) «καταίσχυντοι, κατηφείας ἄξια πράττοντες»
β) (κατά το λεξ. Σούδα) «ἀναίσχυντοι, στυγνοί»
γ) (κατά τον Ευστάθ.) «φόνου ἄξιοι, ἐπονείδιοτοι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατηφ-ής κατά τα ουσ. σε -ών, -όνος (πρβλ. καν-ών, -όνος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατηφών — one who causes grief masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηφῶν — κατηφέω to be downcast pres part act masc nom sg (attic epic doric) κατηφής with downcast eyes masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηφόνας — κατηφών one who causes grief masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηφόνες — κατηφών one who causes grief masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηφόνος — κατηφών one who causes grief masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερήφανος — η, ο / ὑπερήφανος, ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑπεράφανος, ον, Α (με θετ. και αρνητική σημ.) 1. (για πρόσ.) περήφανος 2. (για ανθρώπινες εκδηλώσεις) αυτός που ενέχει και δηλώνει έπαρση, που φανερώνει αλαζονεία. επίρρ... υπερήφανα / ὑπερηφάνως ΝΜΑ με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”