- κατηφών
- κατηφών, -όνος, ὁ (Α)1. ο πρόξενος λύπης ή ντροπής, αυτός που προξενεί στενοχώρια («σπεύσατέ μοι, κακὰ τέκνα κατηφόνες», Ομ. Ιλ.)2. στον πληθ. οἱ κατηφόντεςα) (κατὰ τον Ησύχ.) «καταίσχυντοι, κατηφείας ἄξια πράττοντες»β) (κατά το λεξ. Σούδα) «ἀναίσχυντοι, στυγνοί»γ) (κατά τον Ευστάθ.) «φόνου ἄξιοι, ἐπονείδιοτοι».[ΕΤΥΜΟΛ. < κατηφ-ής κατά τα ουσ. σε -ών, -όνος (πρβλ. καν-ών, -όνος)].
Dictionary of Greek. 2013.